διαπεραστός

διαπεραστός
και διαπερατός, -ή, -ό
αυτός που εύκολα διαπερνιέται, ο ευκολοπέραστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διαπεραστός — ή, ό αυτός που είναι δυνατόν να διαπεραστεί από το φως, από υγρό ή αέριο: Μην προσπαθείς να το τρυπήσεις, δεν είναι διαπεραστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”